- κωδωνοφόρος
- κωδωνοφόρος, -ον (Μ)αυτός που φορά κουδούνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + -φόρος (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
CAMISATUS — Clericus est, cui cura erat infundendi aquam calidam in calicem, post consecrationem, ritu Graecorum, a quibus κωδωνοφόρος appellatur. Vide Curopalatam, laudatum Macro. Graeci namque praeter aquam, quam ponunt in calice, in Eucharistiae principio … Hofmann J. Lexicon universale
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek